παραϊατρικός

παραϊατρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επαγγελματική απασχόληση βοηθητική τών γιατρών («παραϊατρικά επαγγέλματα» — κλάδος επαγγελμάτων βοηθητικών τού έργου τού γιατρού στη διάγνωση και θεραπεία τών ασθενών, όπως είναι λ.χ. οι παρασκευαστές μικροβιολογικών εργαστηρίων, οι οδοντοτεχνίτες, οι επόπτες δημόσιας υγείας, οι οπτικοί, οι μαίες, τα νοσηλευτικά επαγγέλματα κ.ά.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραϊατρικός — ή, ό αυτός που δρα και ενεργεί παράλληλα με την επίσημη ιατρική, στο περιθώριό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”