- παραϊατρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επαγγελματική απασχόληση βοηθητική τών γιατρών («παραϊατρικά επαγγέλματα» — κλάδος επαγγελμάτων βοηθητικών τού έργου τού γιατρού στη διάγνωση και θεραπεία τών ασθενών, όπως είναι λ.χ. οι παρασκευαστές μικροβιολογικών εργαστηρίων, οι οδοντοτεχνίτες, οι επόπτες δημόσιας υγείας, οι οπτικοί, οι μαίες, τα νοσηλευτικά επαγγέλματα κ.ά.).
Dictionary of Greek. 2013.